–
[ezcol_1half]–
Μέρες του 1908
–
–
Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.
–
Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.
Δυό, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Από χαρτιά και τάβλι τί να βγάλει το παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.
Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωϊ.
Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.
–
Ά μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.
Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Αχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωϊού στα μπάνια, και στην παραλία.
[/ezcol_1half] [ezcol_1half_end]
–
–
153 (153)
–
días de 1908
–
(1932)
–
–
Aquel año se encontró sin trabajo;
y vivía, por tanto, de las cartas,
del tavli y del sablazo.
–
Un puesto le habían ofrecido de tres libras al mes
en una pequeña papelería.
Pero lo rechazó, sin la menor vacilación.
No le iba. No era sueldo para él,
joven, bastante instruido y con veinticinco años.
Dos o tres chelines ganaba al día, más o menos.
De las cartas y el tavli que podía sacar el muchacho,
en los míseros cafés de su clase,
por mucha astucia con que jugara, por muchos incautos que
[escogiera.
Los sablazos unas veces resultaban, otras no.
Rara vez sacaba un tálero, con más frecuencia medio,
en ocasiones bajaba hasta el chelín.
Alguna semana, otras veces más,
cuando se libraba del insomnio espantoso,
se refrescaba con baños, nadando al amanecer.
Su ropa estaba míseramente raída.
Siempre llevaba el mismo traje, un traje
canela muy descolorido.
–
Ah, días del verano de mil novecientos ocho!
de vuestra evocación, delicadamente,
falta el descolorido traje canela.
Vuestra evocación lo ha retenido,
cuando se lo quitaba y tiraba lejos de él
esas ropas indignas y la ropa interior zurcida.
Y quedaba enteramente desnudo, perfectamente bello: una
[maravilla.
Despeinados, alborotados sus cabellos;
algo bronceados sus miembros
en la desnudez matinal del baño y de la playa.
[/ezcol_1half_end]
-
Constantino Cavafis
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
–
Días de 1908
Poesía completa de C. P. Cavafis
Traducción del griego: Pedro Bádenas de la Peña
Alianza tres
Madrid 1991
cavafis.compupress.gr
–
0 comentarios